Περί τίνος πρόκειται;
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το 1904, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύει την «Τράπεζα της Ανατολής», γνωστότερης ίσως ως «Banque d’Orient». Το 1932 η «Τράπεζα της Ανατολής» εξαγοράζεται και συγχωνεύεται με την μητρική της Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ
Κατά τον ισχύοντα νόμο επιβάλλεται να διενεργηθεί εκκαθάριση. Τρεις εκκαθαριστές αναλαμβάνουν την υπόθεση κατόπιν αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως της Τράπεζας της Ανατολής. Οι εκκαθαριστές είναι ουσιαστικά οι αντιπρόσωποι της Γενικής Συνέλευσης, οι οποίοι είναι εντεταλμένοι να διαφυλάξουν τα συμφέροντα της Τράπεζας της Ανατολής κατά τη συγχώνευση της με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Η Εθνικής Τράπεζα σήμερα ισχυρίζεται πώς η αξία των μετοχών της Τράπεζας της Ανατολής έχει εκμηδενιστεί. Όμως οι μετοχές της «Τράπεζας της Ανατολής» αυτές στις οποίες αναφερόμεθα ήταν σε χρυσά φράγκα. Οι πρόσφυγες από την Ιωνία, την Καππαδοκία, τον Καύκασο, οι οποίοι κάποια στιγμή ζήτησαν την ρευστοποίησης των μετοχών που κατείχαν άκουσαν τους τραπεζικούς υπαλλήλους, ιδιαίτερα μετά το 1940 να τους απαντούν πώς τα αξιόγραφα τους δεν είχαν καμία πλέον αξία.
Κάποιες γιαγιάδες και κάποιοι παππούδες από την Μικρά Ασία είχαν φυλάξει μερικές από αυτές τις μετοχές στα σεντούκια. Από τη δεκαετία του 1930 έως σήμερα, τρεις γενιές Ελλήνων προσπαθούν να μάθουν από την Εθνική Τράπεζα την κατάσταση της εκκαθάρισης της Τράπεζας Ανατολής και να δουν τα πραγματικά έγγραφα της εκκαθάρισης δημοσιευμένα.
Τα έγγραφα αυτά αρνείται να τα εμφανίσει η Εθνική Τράπεζα και πολλοί θεωρούν πως δεν τα διαθέτει, μια και αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι η εκκαθάριση δεν έχει λήξει ποτέ. Οι ενδείξεις, τα έγγραφα και οι μαρτυρίες που εμφανίζονται δυσκολεύουν συνεχώς τη θέση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία προσπαθεί να αποφύγει την εμπλοκή της με το θέμα αν και είναι πλέον σίγουρο ότι δεν θα αποφύγει τις δικαστικές αίθουσες.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Η Τράπεζα της Ανατολής (Banque D’ Orient) ιδρύθηκε το 1904 από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και την αντίστοιχη της Γερμανίας, οι οποίες ανέλαβαν να καλύψουν το μετοχικό κεφάλαιο.
Ο ρόλος της Nationalbank für Deutschland ήταν απλά σκιώδης στην όλη επιχείρηση και οι δύο πλευρές δεν είχαν την υποχρέωση ή τη θέληση να κρατήσουν τις μετοχές της Τράπεζας Ανατολής. Απλά ήθελαν να δημιουργήσουν τη ψευδαίσθηση ότι κυοφορείται μια νέα διεθνής τράπεζα για να προσελκύσουν τα κεφάλαια των ελληνικών πληθυσμών στην Αίγυπτο και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μόλις το 1905 το ποσοστό της γερμανικής πλευράς έπεσε στο 4%, ενώ η Εθνική Τράπεζα διατήρησε ένα ποσοστό 49.51%. Το υπόλοιπο πωλήθηκε σε επενδυτές και τράπεζες.
Η Τράπεζα Ανατολής ίδρυσε στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της υποκαταστήματα, πρακτορεία, και υποπρακτορεία σε Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Ζαγαζίκ, Μοναστήρι, Μυτιλήνη, Σέρρες, Πέργαμο, Μαγνησία, Κωνσταντινούπολη, Αμβούργο.
Προς το τέλος του 1905, έγινε διπλασιασμός του μετοχικού κεφαλαίου, με συμμετοχή μόνο της γερμανικής πλευράς. Ακολούθησε η διχοτόμηση της τράπεζας σε δύο τμήματα, στην Τράπεζα της Ανατολής και την Orient Bank. Την τελευταία κράτησε η γερμανική πλευρά με το μισό εταιρικό κεφάλαιο και τα υποκαταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και το Αμβούργο, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε το δικό της δίκτυο.
Από το 1906 έως το 1930 γίνονται επιτυχημένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στις οποίες και συμμετείχαν κυρίως Έλληνες από την ομογένεια, κυρίως από την Αίγυπτο, μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Η Τράπεζα Ανατολής είχε καταφέρει να αντεπεξέλθει στην οικονομική δυσπραγία της περιόδου μετά το 1922, κυρίως μέσω κερδοφόρων επενδύσεων και αποδοτικών δανειοδοτήσεων στον τομέα του εμπορίου βάμβακος στην Αίγυπτο.
ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ “ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ”
Από το 1930, ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις για τη συγχώνευση της Τράπεζας Ανατολής, μίας από τις 4 μεγαλύτερες τράπεζες της εποχής, με την Εθνική Τράπεζα, η οποία διατηρούσε ένα μεγάλο ποσοστό μετοχών της πρώτης από τον καιρό της ίδρυσης ακόμη. Κατά αντιστοιχία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγχώνευση ήταν στο επίπεδο της επικείμενης συγχώνευσης της Εθνικής Τράπεζας με την Eurobank.
Λόγω της φύσης της Ελληνικής Οικονομίας το 1929, η παγκόσμια κρίση δεν είχε τα ίδια αποτελέσματα στη χώρα μας. Η αγροτική παραγωγή αυξήθηκε, όπως μειωμένες παρέμεναν και οι εισαγωγές. Η κρίση του 1930 που ακολούθησε ήταν αρχικά τεχνητή και προκλήθηκε από την Εθνική Τράπεζα, ως απάντηση στην ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία έχασε το εκδοτικό δικαίωμα και πλέον η έκδοση του εθνικού νομίσματος μεταφέρθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Η Εθνική Τράπεζα σταμάτησε όλα τα δάνεια, μάζεψε το χρήμα από την αγορά, φυγάδευσε τεράστια ποσά στο εξωτερικό σε συνάλλαγμα και ανταγωνιζόταν την Τράπεζα της Ελλάδος σε κάθε δραστηριότητα της. Αντίστοιχες κινήσεις είχαν κάνει οι μεγάλοι δανειστές στις Ηνωμένες Πολιτείες, και κατάφεραν να διαλύσουν την αμερικάνικη οικονομία και να εκβιάσουν τη δημιουργία Κεντρικής Τράπεζας.
Για να σταματήσει αυτός ο πόλεμος, η λύση που προτάθηκε ήταν να ενωθεί και πάλι η Τράπεζα της Ελλάδος με την Εθνική Τράπεζα και να γίνει η Εθνική Τράπεζα η κεντρική τράπεζα της χώρας. Η λύση αυτή προτάθηκε στην Κυβέρνηση Βενιζέλου από την Εθνική Τράπεζα, από ξένους αξιωματούχους και στη συνέχεια από την Κοινωνία των Εθνών.
Η τεχνητή κρίση ξέφυγε από κάθε έλεγχο όταν η Αγγλική Λίρα έφυγε από τον κανόνα του χρυσού, και η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να διατηρήσει τη δραχμή στον κανόνα του χρυσού. Ως αποτέλεσμα, οι απώλειες για την Τράπεζα της Ελλάδας ήταν τεράστιες καθημερινά, αφού αντιμετώπιζε κερδοσκοπικά κύματα τόσο από το εξωτερικό, όσο και από το εσωτερικό της χώρας.
Οι προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος από την κυβέρνηση Βενιζέλου περιελάμβαναν νόμους για την προστασία του εθνικού νομίσματος, την ισχυροποίηση της Τράπεζας της Ελλάδας και τον πλήρη διαχωρισμό της από την Εθνική Τράπεζα (δεν κράτησε και πολύ), αλλά και νόμους για την απαγόρευση εξαγωγής συναλλάγματος. Δυστυχώς δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα και η χώρα οδηγήθηκε σε χρεοκοπία.
Η Εθνική Τράπεζα μετά τη δημιουργία της Τράπεζας της Ελλάδος, προσπάθησε να μονοπωλήσει τον τραπεζικό τομέα στη χώρα. Στα πλαίσια της γιγάντωσης της προσπάθησε να απορροφήσει αρκετές τράπεζες και βρισκόταν σε συνομιλίες με τη φιλικά προσκείμενη Τράπεζα της Ανατολής, η οποία εκτός των άλλων πρόσφερε και μια διέξοδο συναλλάγματος προς το εξωτερικό.
ΜΕΤΟΧΟΙ, ΜΕΤΟΧΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΑ
Η υπόθεση της Τράπεζας Ανατολής ταλανίζει τους κομιστές μετοχών εδώ και 80 χρόνια και η Εθνική Τράπεζα προσπαθεί να υποτιμήσει το θέμα σε τρεις γενιές μετόχων. Τον τελευταίο καιρό γίνεται μια προσπάθεια σύνδεσης της υπόθεσης των μετόχων της Τράπεζας Ανατολής με κάποια “ομόλογα” του αμερικάνικου δημοσίου. Και ο λόγος είναι προφανής, πίσω και από τις δύο υποθέσεις έχει εμφανιστεί τηλεοπτικά η εικόνα των ίδιων ανθρώπων.
Η συσχέτιση αυτή επιτείνεται από δηλώσεις διαφόρων δημοσιογράφων και οικονομολόγων, που από τη μια δεν έχουν δει ποτέ τα στοιχεία της συγχώνευσης της Τράπεζας Ανατολής και από την άλλη δεν βλέπουν ποτέ με καλό μάτι οποιαδήποτε υπόθεση έχει παρουσιαστεί από τον δημοσιογράφο που ανέδειξε το θέμα. Οι έχθρες του τελευταίου με συναδέλφους του είναι πλέον παροιμιώδεις και κανείς δεν θα μπορούσε να μην τον “θυμηθεί” όταν η υπόθεση γίνεται ευάλωτη.
Είναι φυσικό τη συσχέτιση των μετοχών με τα “ομόλογα” να την απολαμβάνει η Εθνική Τράπεζα, το νομικό της τμήμα και οι παπαγάλοι αυτής, αυτόκλητοι ή σε συντεταγμένη προσοδοφόρα εργασία.
Πρέπει όμως να καταλάβουν κάποιοι ότι αρκετοί συνάνθρωποι μας έχουν μετοχές της Τράπεζας Ανατολής , και αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με την ομάδα των “ομολόγων”.